βραστήρας

βραστήρας
chaudière

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • βραστήρας — ο λέβητας ή εξατμιστήρας που χρησιμοποιείται για τον βρασμό υγρού …   Dictionary of Greek

  • βραστήρας — ο σκεύος στο οποίο βράζουν νερό ή εργαλεία για αποστείρωση: Τα εργαλεία του οδοντίατρου αποστειρώνονται πάντα σε βραστήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… …   Dictionary of Greek

  • διεκθερμαντήρας — ο 1. διπλός βραστήρας 2. δοχείο που περιέχει ζεστό νερό και μέσα σ αυτό τοποθετείται άλλο μικρότερο δοχείο όπου ζεσταίνεται κάποιο υλικό (διεθνής όρος μπαιν μαρί). [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκθερμαίνω. Η λ. διεκθερμαντήρ μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ.… …   Dictionary of Greek

  • σπιρτολόγος — ο, Ν 1. καμινέτο, μικρός μετάλλινος βραστήρας που χρησιμοποιεί οινόπνευμα ως καύσιμο 2. η εστία εμπροσθογεμούς πυροβόλου όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίρτο + λόγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”